Μείζον πρόβλημα αποτελεί η δυσκολία στη διάγνωση της νόσου ή η καθυστέρηση της διάγνωσης, διότι οι ασθενείς με την ενεργό μορφή της, που δεν ακολουθούν τη δίαιτα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω έχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό. Σε μελέτη που διεξήχθη στις ΗΠΑ ερευνήθηκε ο σταθμισμένος δείκτης θνησιμότητας των ατόμων με Κοιλιοκάκη υπό παρακολούθηση, σε σχέση με το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου και την προγενέστερη ή ταυτόχρονη διάγνωση με Κοιλιοκάκη (Green J, et al, 2003).
Η αδιάγνωστη ή αθεράπευτη Κοιλιοκάκη οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο, τόσο για αδενοκαρκίνωμα, όσο και για λέμφωμα του λεπτού εντέρου, που επανέρχεται σε τιμές παρόμοιες με αυτές που αφορούν τον γενικό πληθυσμό, 3-5 χρόνια μετά την εφαρμογή και αυστηρή προσκόλληση στη δίαιτα ελεύθερη γλουτένης, ως μέρος της θεραπείας (Bai J, et al, 2007).
Υπάρχουν όμως ποικίλες συνέπειες στον οργανισμό, όσο η νόσος παραμένει αδιάγνωστη, ή όταν δεν ακολουθείται η θεραπεία. Η εμφάνιση κακοήθων ασθενειών, αποτελεί μια επιπλοκή της νόσου και εμφανίζεται πιο συχνά σε ενήλικες ασθενείς, με αδιάγνωστη και μακροχρόνια αθεράπευτη Κοιλιοκάκη. Το μικροαδενοκαρκίνωμα του εντέρου, τα πλακώδη καρκινώματα του οισοφάγου ή ο οισοφάγος Barrett, τα καρκινώματα του στοματοφάρυγγα και το μη-Hodgkin λέμφωμα, εμφανίζονται πιο συχνά σε ασθενείς με Κοιλιοκάκη σε σχέση με υγιή άτομα (Catassi C, et al, 2005).
Οι συνηθέστερες περιπτώσεις αφορούν λεμφώματα, που περιπλέκουν την κλινική κατάσταση, σε μια ήδη διαγνωσμένη Κοιλιοκάκη. Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρουσία λεμφωμάτων, καθώς και άλλων κακοηθειών, όπως τα μικρά αδενοκαρκινώματα του εντέρου, είναι δυνατόν να προηγούνται της διάγνωσης της νόσου, γεγονός που παρέχει επιπρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για την σύνδεση της νόσου με την παρουσία αυτών (Freeman HJ, et al, 1994).
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν επίσης ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος εμφάνισης λεμφώματος σε ασθενείς με Κοιλιοκάκη έχει μειωθεί, πιθανόν λόγω της χρήσης του ορολογικού ελέγχου, στις δοκιμασίες για ανίχνευση της νόσου, ειδικά σε άτομα με περιορισμένα συμπτώματα (Gao Y, et al, 2009).
Η οστεοπόρωση, που οφείλεται στην μειωμένη οστική πυκνότητα, αποτελεί μια από τις σοβαρότερες επιπλοκές της Κοιλιοκάκης. Το ανοσοποιητικό σύστημα ενός ασθενούς με Κοιλιοκάκη επιτίθεται στον οστικό ιστό, έτσι οι πάσχοντες αποτελούν μια ομάδα υψηλού κινδύνου εμφάνισης Οστεοπόρωσης. Πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν αυτοαντισώματα έναντι της οστεοπροτεγερίνης σε άνδρα με Κοιλιοκάκη και παράλληλα βαριάς μορφής οστεοπόρωση και υψηλό οστικό μεταβολισμό (Riches PL, et al, 2009).
Η αδυναμία απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών της τροφής, όπως είναι τα μέταλλα και οι λιποδιαλυτές βιταμίνες Α, D, E, και K (Ciclitira P, et al, 2002), μπορεί να προκαλέσει απώλεια βάρους, καθυστερημένη ή καχεκτική ανάπτυξη στα παιδιά και κόπωση ή έλλειψη ενέργειας. Αδυναμία ανάπτυξης στην παιδική ηλικία ή και μειωμένη σωματική διάπλαση μεταγενέστερα, μπορεί να συμβεί ακόμη και αν δεν υπάρχουν εμφανή συμπτώματα στο βλεννογόνο του εντέρου, με έντονα συμπτώματα από το γαστρεντερικό και σοβαρό υποσιτισμό.
Συχνά εμφανίζεται και η σιδηροπενία και η αναιμία, λόγω δυσαπορρόφησης του σιδήρου και του φυλλικού οξέος, ενώ σχετικά σπάνια παρουσιάζεται έλλειψη και στην βιταμίνη Β12 (Oxentenko AS, et al, 2002).
Στο θέμα των επιπλοκών της Κοιλιοκάκης, ισχυρή είναι η υπόθεση πως εάν η νόσος δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος εμφάνισης και άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων, υπόθεση που όμως παραμένει υπό διερεύνηση.
Σε ασθενείς με Κοιλιοκάκη έχουν παρατηρηθεί επίσης νευρολογικά και ψυχιατρικά συμπτώματα όπως: επιληψία, αταξία1 , μυελοπάθεια2, περιφερική νευροπάθεια και σχιζοφρένεια (Eaton W, et al. 2002). Όλα φαίνεται να έχουν σαφή συσχέτιση με την Κοιλιοκάκη, αλλά η δύναμη των συσχετισμών αυτών, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια εξακολουθούν να υπόκεινται σε συζήτηση (Pengiran T D, et al, 2002).
Η υπογονιμότητα είναι μία ακόμα συχνή επιπλοκή της αθεράπευτης Κοιλιοκάκης και ένδειξη παρουσίας της νόσου. Επίσης, αποτελεί σημαντικό κίνητρο για τη συμμόρφωση των ασθενών με την θεραπεία. Γενικά, η Κοιλιοκάκη έχει συνδεθεί με καθυστερημένη έναρξη της έμμηνος ρύσης, πρώιμη εμμηνόπαυση και αμηνόρροια. Συνδέεται και με αυξημένο κίνδυνο αυτόματων αποβολών στις γυναίκες και υπογονιμότητα στους άνδρες. Ωστόσο, αν και οι έρευνες έχουν δείξει ύπαρξη υπογονιμότητας στους ασθενείς με Κοιλιοκάκη, ο αριθμός των κυήσεων και των παιδιών στις οικογένειες των ασθενών είναι φυσιολογικός, γεγονός που δείχνει ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα (Bai J, et al, 2007).
Επιπλέον, ασθενείς με Κοιλιοκάκη αναφέρεται ότι συχνά γεννούν μωρά χαμηλού σωματικού βάρους, με αυξημένη περιγεννητική θνησιμότητα και μικρότερη διάρκεια θηλασμού. Ωστόσο, η εφαρμογή δίαιτας ελεύθερης γλουτένης αναστρέφει όλα τα παραπάνω (ο.π.).
Τέλος, τα συμπεράσματα μιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε από τους Καλτσά, κ.α. (2010) δείχνει ότι ισχυρή υποψία Κοιλιοκάκης θα πρέπει να εγείρεται σε ασθενείς με ψυχογενή ανορεξία καθώς σε πολλές μελέτες αναφέρουν ότι η Κοιλιοκάκη είτε λόγω των χρόνιων διατροφικών περιορισμών με συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές και αποκλεισμούς τροφών που απαιτεί είτε λόγω των δυσάρεστων κλινικών συνεπειών που εμφανίζει (κωλικοειδή κοιλιακά άλγη, διάρροιες), μπορεί να εμφανιστεί στους ασθενείς μόνο με νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις. Συγχρόνως, η Κοιλιοκάκη μπορεί να προκαλέσει νευροψυχιατρικό σύνδρομο στον ασθενή εάν δεν εφαρμοσθεί επιτυχώς η θεραπεία.
Από τα παραπάνω λοιπόν γίνεται κατανοητό πως τα συμπτώματα της νόσου είναι πολυποίκιλα και πολλές φορές δεν είναι ικανά να οδηγήσουν στην υποψία ύπαρξης της νόσου. Μείζον πρόβλημα επίσης αποτελεί και η παρουσία της νόσου χωρίς εμφανή συμπτώματα, η οποία μπορεί να οδηγήσει τόσο στην εμφάνιση άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων, όσο και πολλών άλλων ιατρικών προβλημάτων.
1 Αταξία: Γενετικό νόσημα, που χαρακτηρίζεται από τελαγγειεκτασίες (ευρυαγγείες) των οφθαλμών και του δέρματος, παρεγκεφαλίτιδα και ανοσολογική ανεπάρκεια.
2 Μυελοπάθεια: είναι χρόνια εκφυλιστική νόσος, προσβάλλει μεγάλο μέρος του πληθυσμού και εκδηλώνεται συνήθως μετά την ηλικία των 40 ετών. Η φυσική πορεία της είναι αργή και για αυτό το λόγο, συχνά δεν διαγιγνώσκεται παρά μόνον όταν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο.